Ο φόβος και η αύξηση των καταθέσεων- Του οικονομολόγου Θωμά Κιούση

kiousis thomas

Η τελευταία πετυχημένη έξοδος στις αγορές με τη διάθεση 10ετούς ομολόγου και η απόφαση του Eurogroup για μείωση του χρέους κατά 748 εκατ. ευρώ, κυρίως με την επιστροφή κερδών που είχαν οι κεντρικές τράπεζες από τη διακράτηση ελληνικών ομολόγων, συμβάλουν θετικά στην ενίσχυση της ρευστότητας που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. 

Η ρευστότητα αυξάνεται και στο τραπεζικό σύστημα. Σύμφωνα με τα στοιχεία για τον Μάρτιο, οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά 2,8 δις ευρώ μετά από χρόνια κατακόρυφης μείωσης. Μια σημαντική εξέλιξη που έχει δύο πλευρές με στοιχεία αντιφατικότητας.

Από τη μία, είναι σίγουρα θετικό ως μια ένδειξη εμπιστοσύνης, να υπάρχουν εισροές αντί για εκροές καταθέσεων που μπορεί να χρησιμοποιηθούν στη συνέχεια για παροχή ρευστότητας σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αρκεί και οι τράπεζες να επιτελέσουν υπεύθυνα το ρόλο τους σε αυτές τις ιδιαίτερες συνθήκες.

Από την άλλη πλευρά, το απότομο «φρενάρισμα» στην οικονομία περιόρισε τις δαπάνες και συνέβαλε στην αύξηση των αποταμιεύσεων και αυτό δεν ήταν μόνον Ελληνικό φαινόμενο. Εντυπωσιακή ήταν η άνοδος και σε χώρες της Ευρώπης που επλήγησαν ιδιαιτέρα από την πανδημία:  Γαλλία 20 δις, Ιταλία 16,8 δις, Ηνωμένο Βασίλειο 13,1 δις, Ισπανία 10 δις.

Η προοπτική παραμένει ανοδική και μέχρι τέλος του 2020, οι αποταμιεύσεις στην Ευρώπη υπολογίζεται να έχουν αυξηθεί κατά περίπου 400 δις.

Ο εγκλεισμός, η αβεβαιότητα για τη πορεία της πανδημίας και η συνακόλουθη εργασιακή ανασφάλεια, ο φόβος για το αύριο, η διστακτικότητα από τα μέτρα προφύλαξης και τα υγειονομικά  πρωτόκολλα, θέτουν εμπόδια στην κατανάλωση και επομένως στη ζήτηση προϊόντων και υπηρεσιών. Τα φαινόμενα συνωστισμού το τελευταίο διάστημα και ο φόβος για ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, είναι ένας ακόμα λόγος που ενισχύει την αβεβαιότητα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, τα «γρανάζια» της οικονομίας υπολειτουργούν. 

Σε μια εύρυθμη λειτουργία, οι αποταμιεύσεις σε μεγάλο βαθμό μετατρέπονται σε επενδύσεις. 

Η υπέρβαση των αποταμιεύσεων όμως (που υπήρχε και πριν την πανδημία) και πολύ περισσότερο, η ακόμα μεγαλύτερη ενίσχυσή τους αυτήν την περίοδο, αποτελεί ενδεικτική εικόνα της αναμονής της δυσπιστίας και της απροθυμίας για επενδυτικό ρίσκο.

Η επιλογή της ασφάλειας και των ρευστών διαθεσίμων, κερδίζει έδαφος παρά το γεγονός ότι τα επιτόκια τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, βρίσκονται σε μηδενικά επίπεδα.

Η αλλαγή στάσης προϋποθέτει την ανάληψη ρίσκου. Βασική προϋπόθεση για μια τέτοια απόφαση, είναι η προσδοκώμενη απόδοση να είναι σημαντικά υψηλότερη από τη σιγουριά του επιτοκίου. Διαφορετικά δεν έχει κανένα λόγο κάποιος, να αφήσει τα ρευστά διαθέσιμα και να αναλάβει οποιοδήποτε ρίσκο. Μπορεί να παραμείνει απλά στις καταθέσεις.

Το περιθώριο κινδύνου (risk premium) εκφράζει αυτήν τη διαφορά και σε αυτές τις συνθήκες, αυξάνει σημαντικά για μια τέτοια αλλαγή επενδυτικής στάσης.

Το ζητούμενο συνεπώς, είναι η αποταμίευση να μπει στη οικονομία, να μετατραπεί σε δαπάνη και να συμβάλει στο κλίμα βελτίωσης.

Να μετατραπεί όμως όχι (τόσο) σε καταναλωτική δαπάνη. Άλλωστε το ύψος της κατανάλωσης επί του διαθέσιμου εισοδήματος στην Ελλάδα, είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Το ζητούμενο είναι να μετατραπεί σε δαπάνη για επενδύσεις που θα δημιουργήσουν τις δομικές προϋποθέσεις σταθερής ανάκαμψης.

Σε αυτήν την κατεύθυνση και στη συνακόλουθη βελτίωση του κλίματος θα μπορούσε να συμβάλει το μεγάλο ευρωπαϊκό πακέτο που προσδοκά και μπορεί να απορροφήσει η χώρα. 

Δεν είναι από μόνο του αρκετό όμως για την ενίσχυση των επενδύσεων. Βασικό ζήτημα είναι να επανέλθει και να χτιστεί σε στέρεες βάσεις η εμπιστοσύνη που είναι πολύ πιο σύνθετο και πολυπαραγοντικό θέμα.

Οι προκλήσεις και απαιτήσεις για αλλαγές και προσαρμογές είναι μεγάλες.

Στον τουρισμό για παράδειγμα, η χώρα ως στρατηγική επιλογή θα μπορούσε να εστιάσει σε μορφές που αφήνουν ισχυρότερο αποτύπωμα από πλευράς απασχόλησης και εσόδων στην οικονομία. 

Σε ένα αλληλεξαρτώμενο και ανταγωνιστικό περιβάλλον, η χώρα από πλευράς ενίσχυσης επενδύσεων, χρειάζεται να αναζητήσει το ρόλο της και σε τομείς όπως η ψηφιακή οικονομία, οικολογική ανάπτυξη, πράσινη οικονομία. Δύσκολα πράγματα, αλλά όχι ακατόρθωτα.

* Οικονομολόγος, δημοτικός σύμβουλος δήμου Θηβαίων

Σχετικά